↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μονοδρόμηση οι μονοδρομήσεις
      γενική της μονοδρόμησης των μονοδρομήσεων
    αιτιατική τη μονοδρόμηση τις μονοδρομήσεις
     κλητική μονοδρόμηση μονοδρομήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μονοδρόμηση (νεολογισμός) < (μονοδρομώ) μονοδρομη- + -ση, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική one-way

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μονοδρόμηση θηλυκό

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία