μονοδρόμηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μονοδρόμηση | οι | μονοδρομήσεις |
γενική | της | μονοδρόμησης | των | μονοδρομήσεων |
αιτιατική | τη | μονοδρόμηση | τις | μονοδρομήσεις |
κλητική | μονοδρόμηση | μονοδρομήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μονοδρόμηση (νεολογισμός) < (μονοδρομώ) μονοδρομη- + -ση, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική one-way
Ουσιαστικό επεξεργασία
μονοδρόμηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του μονοδρομώ
- ↪ γίνεται μονοδρόμηση στο δρόμο του σπιτιού μου
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μονοδρόμηση