αμφιδρόμηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αμφιδρόμηση | οι | αμφιδρομήσεις |
γενική | της | αμφιδρόμησης* | των | αμφιδρομήσεων |
αιτιατική | την | αμφιδρόμηση | τις | αμφιδρομήσεις |
κλητική | αμφιδρόμηση | αμφιδρομήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αμφιδρομήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αμφιδρόμηση θηλυκό
- (νεολογισμός) η μετατροπή μονόδρομου ή πεζόδρομου σε οδό διπλής κατεύθυνσης