μονοδρομικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μονοδρομικός < μονόδρομος + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίαμονοδρομικός
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) που έχει σχέση με μονόδρομο ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις μονόδρομος, μονός και δρόμος
Μεταφράσεις
επεξεργασία μονοδρομικός
|