Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μονοδρομημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
μονοδρομημέν
ος
η
μονοδρομημέν
η
το
μονοδρομημέν
ο
γενική
του
μονοδρομημέν
ου
της
μονοδρομημέν
ης
του
μονοδρομημέν
ου
αιτιατική
τον
μονοδρομημέν
ο
τη
μονοδρομημέν
η
το
μονοδρομημέν
ο
κλητική
μονοδρομημέν
ε
μονοδρομημέν
η
μονοδρομημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
μονοδρομημέν
οι
οι
μονοδρομημέν
ες
τα
μονοδρομημέν
α
γενική
των
μονοδρομημέν
ων
των
μονοδρομημέν
ων
των
μονοδρομημέν
ων
αιτιατική
τους
μονοδρομημέν
ους
τις
μονοδρομημέν
ες
τα
μονοδρομημέν
α
κλητική
μονοδρομημέν
οι
μονοδρομημέν
ες
μονοδρομημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
μονοδρομημένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
μονοδρομώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μονοδρομημένος