δρομάδα
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δρομάδα | οι | δρομάδες |
γενική | της | δρομάδας | των | δρομάδων |
αιτιατική | τη | δρομάδα | τις | δρομάδες |
κλητική | δρομάδα | δρομάδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- δρομάδα < αρχαία ελληνική δρομάς
Ουσιαστικό Επεξεργασία
δρομάδα θηλυκό
- (θηλαστικό ζώο) είδος καμήλας με μία καμπούρα, η αραβική καμήλα
Μεταφράσεις Επεξεργασία
δρομάδα