dromadaire
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- dromadaire < δημώδης λατινική dromedarius < αρχαία ελληνική δρομάς
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /dʁɔ.ma.dɛʁ/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
dromadaire | dromadaires |
dromadaire (fr) αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) η δρομάδα