• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

chameau

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Γαλλικά (fr)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Συγγενικές λέξεις

Γαλλικά (fr)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

chameau < cameil < λατινική camelus < αρχαία ελληνική κάμηλος

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ʃa.mo/
  (βοήθεια·αρχείο)

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό chameau chameaux
θηλυκό chamelle chamelles

chameau (fr)

  1. (θηλαστικό ζώο) καμήλα (με δύο καμπούρες)
    → δείτε τη λέξη  dromadaire
  2. (μεταφορικά) (οικείο) κακός, δυσάρεστος άνθρωπος
  3. (ναυτικός όρος) σύνολο αεροσάκων που βοηθούν ένα πλοίο να περάσει από ρηχά νερά
  4. (έντομο) είδος πεταλούδας της οικογένειας των Notodontidae

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • chamelier
  • chamelle
  • chamelon
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=chameau&oldid=5629859"
Τελευταία επεξεργασία στις 14 Νοεμβρίου 2022, στις 02:22
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 14 Νοεμβρίου 2022, στις 02:22.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie