chameau
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | chameau | chameaux |
θηλυκό | chamelle | chamelles |
chameau (fr)
- (θηλαστικό ζώο) καμήλα (με δύο καμπούρες)
- → δείτε τη λέξη dromadaire
- (μεταφορικά) (οικείο) κακός, δυσάρεστος άνθρωπος
- (ναυτικός όρος) σύνολο αεροσάκων που βοηθούν ένα πλοίο να περάσει από ρηχά νερά
- (έντομο) είδος πεταλούδας της οικογένειας των Notodontidae