Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δρομόμετρο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
δρομόμετρ
ο
τα
δρομόμετρ
α
γενική
του
δρομομέτρ
ου
&
δρομόμετρ
ου
των
δρομομέτρ
ων
αιτιατική
το
δρομόμετρ
ο
τα
δρομόμετρ
α
κλητική
δρομόμετρ
ο
δρομόμετρ
α
Κατηγορία
όπως «
πρόσωπο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
δρομόμετρο
<
λόγιο ενδογενές δάνειο
:
αγγλική
dromometer
<
αρχαία ελληνική
δρόμος
+
μέτρον
Ουσιαστικό
επεξεργασία
δρομόμετρο
ουδέτερο
(
ναυτικός όρος
)
όργανο
που μετρά την
ταχύτητα
σκάφους
στην
θάλασσα
,
ταχύμετρο
θαλάσσης
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δρομόμετρο
αγγλικά
:
log
(en)
γαλλικά
:
loch
(fr)