↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παλιόδρομος οι παλιόδρομοι
      γενική του παλιόδρομου των παλιόδρομων
    αιτιατική τον παλιόδρομο τους παλιόδρομους
     κλητική παλιόδρομε παλιόδρομοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παλιόδρομος < παλιο- + δρόμος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

παλιόδρομος αρσενικό

  • δρόμος δύσκολος ή/και σε κακή κατάσταση
    από το χωριό μέχρι την γειτονική πόλη παίρνεις ένα στενό παλιόδρομο, όλο κλειστές στροφές και λακκούβες

  Μεταφράσεις

επεξεργασία