Δείτε επίσης: ἀνάδρομος

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ανάδρομος < ελληνιστική κοινή ἀνάδρομος

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

 
Ανάδρομη κίνηση σελήνης ως προς τη γη
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανάδρομος η ανάδρομη το ανάδρομο
      γενική του ανάδρομου της ανάδρομης του ανάδρομου
    αιτιατική τον ανάδρομο την ανάδρομη το ανάδρομο
     κλητική ανάδρομε ανάδρομη ανάδρομο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανάδρομοι οι ανάδρομες τα ανάδρομα
      γενική των ανάδρομων των ανάδρομων των ανάδρομων
    αιτιατική τους ανάδρομους τις ανάδρομες τα ανάδρομα
     κλητική ανάδρομοι ανάδρομες ανάδρομα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

ανάδρομος -η, -ο

  1. που κινείται προς τα πάνω, που κινείται αντίθετα με τη φυσική ροή ή φορά
  2. που κινείται από τα αριστερά προς τα δεξιά

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

ΑντώνυμαΕπεξεργασία

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία


  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ανάδρομος οι ανάδρομοι
      γενική του ανάδρομου των ανάδρομων
    αιτιατική τον ανάδρομο τους ανάδρομους
     κλητική ανάδρομε ανάδρομοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ανάδρομος αρσενικό (νεολογισμός)

  1. (ναυτικός όρος) σχοινί μεταξύ ιστίων, ή μεταξύ ιστίου και καταστρώματος ή προβόλου, τεντωμένο λοξά
  2. (λαϊκότροπο) πολύ ανηφορικός δρόμος, μεγάλος ανήφορος,

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία