κατάδρομος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κατάδρομος (νεολογισμός) < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κατάδρομος. Συγχρονικά αναλύεται σε κατά- + -δρομος (σε αντιστοιχία με το ανάδρομος)
Επίθετο επεξεργασία
κατάδρομος -η, -ο
- που κινείται προς τα κάτω, που κινείται σύμφωνα με τη φυσική ροή ή φορά
- (ειδικότερα, ψάρι) που αφορά το είδος ψαριού που κινείται από τα ποτάμια προς τις θάλασσες («κατέρχεται», «κατεβαίνει» προς τη θάλασσα)
- (εντομολογία) [1] έντομα που ανήκουν στην οικογένεια Carabidae και στην τάξη των Κολεοπτέρων (Coleoptera)
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κατάδρομος
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κατάδρομος < κατά- + -δρομος + (δραμ- καταδραμεῖν του κατατρέχω)
Επίθετο επεξεργασία
κατάδρομος, -ος, -ον
Συγγενικά επεξεργασία
- ἀμφίδρομος
- ἀνάδρομος
- καταδρομεύς
- καταδρομή
- → και δείτε τη λέξη δρόμος
Πηγές επεξεργασία
- κατάδρομος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κατάδρομος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.