Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καταδρομέας οι καταδρομείς
      γενική του καταδρομέα
καταδρομέως
των καταδρομέων
    αιτιατική τον καταδρομέα τους καταδρομείς
     κλητική καταδρομέα καταδρομείς
Κατηγορία όπως «αμφορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καταδρομέας < καταδρομ(ή) + (-εύς) -έας

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.ta.ðɾoˈme.as/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τα‐δρο‐μέ‐ας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καταδρομέας αρσενικό

  • (στρατιωτικός όρος) μέλος των ενόπλων δυνάμεων ειδικά εκπαιδευμένο και εξοπλισμένο για τακτικές ανορθόδοξου πολέμου

  Μεταφράσεις επεξεργασία