καταδρομή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καταδρομή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καταδρομή
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαταδρομή θηλυκό
- η επιθετική ενέργεια που έχει το στοιχείο του αιφνιδιασμού
- (μεταφορικά) ο κατατρεγμός που επιφέρει συμφορές
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | καταδρομή | αἱ | καταδρομαί |
γενική | τῆς | καταδρομῆς | τῶν | καταδρομῶν |
δοτική | τῇ | καταδρομῇ | ταῖς | καταδρομαῖς |
αιτιατική | τὴν | καταδρομήν | τὰς | καταδρομᾱ́ς |
κλητική ὦ! | καταδρομή | καταδρομαί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καταδρομᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | καταδρομαῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καταδρομή < κατα- + δρομή < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *der- (τρέχω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαταδρομή θηλυκό
- επιδρομή
- εισβολή
- (μεταφορικά) προσβολή, όνειδος, ονειδισμός
- τρύπα στη γη ως φωλιά ζώων ή πτηνών
Πηγές
επεξεργασία- καταδρομή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- καταδρομή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.