↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καταδρομικός η καταδρομική το καταδρομικό
      γενική του καταδρομικού της καταδρομικής του καταδρομικού
    αιτιατική τον καταδρομικό την καταδρομική το καταδρομικό
     κλητική καταδρομικέ καταδρομική καταδρομικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καταδρομικοί οι καταδρομικές τα καταδρομικά
      γενική των καταδρομικών των καταδρομικών των καταδρομικών
    αιτιατική τους καταδρομικούς τις καταδρομικές τα καταδρομικά
     κλητική καταδρομικοί καταδρομικές καταδρομικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
καταδρομικός < καταδρομ(ή) + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

καταδρομικός

  1. που έχει σχέση με τις καταδρομές ή που χρησιμοποιείται γι' αυτές
    καταδρομικές επιχειρήσεις, καταδρομικά πλοία
  2. (ουσιαστικοποιημένο) καταδρομικό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
καταδρομικός < κατάδρομ(ος) + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

καταδρομικός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία