↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καταδρομικό τα καταδρομικά
      γενική του καταδρομικού των καταδρομικών
    αιτιατική το καταδρομικό τα καταδρομικά
     κλητική καταδρομικό καταδρομικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καταδρομικό < καταδρομή + -ικό
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καταδρομικό ουδέτερο

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

καταδρομικό