καταδρομικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακαταδρομικό ουδέτερο
- (ναυτικός όρος, στρατιωτικός όρος) το πολεμικό σκάφος προοριζόμενο για αιφνιδιαστικές επιθέσεις και καταδίωξη εχθρικών σκαφών
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίακαταδρομικό
- αιτιατική ενικού του καταδρομικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του καταδρομικός