δρομολογώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δρομολογώ < δρομολόγ(ιο) (καθαρεύουσα -ιον) + -ώ (αναδρομικός σχηματισμός) με δεύτερο συνθετικό -λογώ [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ðɾo.mo.loˈɣo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δρο‐μο‐λο‐γώ
Ρήμα
επεξεργασίαδρομολογώ, αόρ.: δρομολόγησα, παθ.φωνή: δρομολογούμαι, π.αόρ.: δρομολογήθηκα, μτχ.π.π.: δρομολογημένος
- βάζω κάποιο όχημα να κινηθεί σε συγκεκριμένο δρομολόγιο
- (μεταφορικά) εκκινώ, κάνω αρχή σε μια συγκεκριμένη διαδικασία
- (συνήθως στο 3ο παθητικό πρόσωπο) δρομολογείται
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις δρόμος και λέγω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | δρομολογώ | δρομολογούσα | θα δρομολογώ | να δρομολογώ | δρομολογώντας | |
β' ενικ. | δρομολογείς | δρομολογούσες | θα δρομολογείς | να δρομολογείς | ||
γ' ενικ. | δρομολογεί | δρομολογούσε | θα δρομολογεί | να δρομολογεί | ||
α' πληθ. | δρομολογούμε | δρομολογούσαμε | θα δρομολογούμε | να δρομολογούμε | ||
β' πληθ. | δρομολογείτε | δρομολογούσατε | θα δρομολογείτε | να δρομολογείτε | δρομολογείτε | |
γ' πληθ. | δρομολογούν(ε) | δρομολογούσαν(ε) | θα δρομολογούν(ε) | να δρομολογούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | δρομολόγησα | θα δρομολογήσω | να δρομολογήσω | δρομολογήσει | ||
β' ενικ. | δρομολόγησες | θα δρομολογήσεις | να δρομολογήσεις | δρομολόγησε | ||
γ' ενικ. | δρομολόγησε | θα δρομολογήσει | να δρομολογήσει | |||
α' πληθ. | δρομολογήσαμε | θα δρομολογήσουμε | να δρομολογήσουμε | |||
β' πληθ. | δρομολογήσατε | θα δρομολογήσετε | να δρομολογήσετε | δρομολογήστε | ||
γ' πληθ. | δρομολόγησαν δρομολογήσαν(ε) |
θα δρομολογήσουν(ε) | να δρομολογήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω δρομολογήσει | είχα δρομολογήσει | θα έχω δρομολογήσει | να έχω δρομολογήσει | ||
β' ενικ. | έχεις δρομολογήσει | είχες δρομολογήσει | θα έχεις δρομολογήσει | να έχεις δρομολογήσει | έχε δρομολογημένο | |
γ' ενικ. | έχει δρομολογήσει | είχε δρομολογήσει | θα έχει δρομολογήσει | να έχει δρομολογήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε δρομολογήσει | είχαμε δρομολογήσει | θα έχουμε δρομολογήσει | να έχουμε δρομολογήσει | ||
β' πληθ. | έχετε δρομολογήσει | είχατε δρομολογήσει | θα έχετε δρομολογήσει | να έχετε δρομολογήσει | έχετε δρομολογημένο | |
γ' πληθ. | έχουν δρομολογήσει | είχαν δρομολογήσει | θα έχουν δρομολογήσει | να έχουν δρομολογήσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) δρομολογημένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) δρομολογημένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) δρομολογημένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) δρομολογημένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | δρομολογούμαι | δρομολογούμουν | θα δρομολογούμαι | να δρομολογούμαι | ||
β' ενικ. | δρομολογείσαι | δρομολογούσουν | θα δρομολογείσαι | να δρομολογείσαι | ||
γ' ενικ. | δρομολογείται | δρομολογούνταν | θα δρομολογείται | να δρομολογείται | ||
α' πληθ. | δρομολογούμαστε | δρομολογούμασταν δρομολογούμαστε |
θα δρομολογούμαστε | να δρομολογούμαστε | ||
β' πληθ. | δρομολογείστε | δρομολογούσασταν δρομολογούσαστε |
θα δρομολογείστε | να δρομολογείστε | δρομολογείστε | |
γ' πληθ. | δρομολογούνται | δρομολογούνταν | θα δρομολογούνται | να δρομολογούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | δρομολογήθηκα | θα δρομολογηθώ | να δρομολογηθώ | δρομολογηθεί | ||
β' ενικ. | δρομολογήθηκες | θα δρομολογηθείς | να δρομολογηθείς | δρομολογήσου | ||
γ' ενικ. | δρομολογήθηκε | θα δρομολογηθεί | να δρομολογηθεί | |||
α' πληθ. | δρομολογηθήκαμε | θα δρομολογηθούμε | να δρομολογηθούμε | |||
β' πληθ. | δρομολογηθήκατε | θα δρομολογηθείτε | να δρομολογηθείτε | δρομολογηθείτε | ||
γ' πληθ. | δρομολογήθηκαν δρομολογηθήκαν(ε) |
θα δρομολογηθούν(ε) | να δρομολογηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω δρομολογηθεί | είχα δρομολογηθεί | θα έχω δρομολογηθεί | να έχω δρομολογηθεί | δρομολογημένος | |
β' ενικ. | έχεις δρομολογηθεί | είχες δρομολογηθεί | θα έχεις δρομολογηθεί | να έχεις δρομολογηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει δρομολογηθεί | είχε δρομολογηθεί | θα έχει δρομολογηθεί | να έχει δρομολογηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε δρομολογηθεί | είχαμε δρομολογηθεί | θα έχουμε δρομολογηθεί | να έχουμε δρομολογηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε δρομολογηθεί | είχατε δρομολογηθεί | θα έχετε δρομολογηθεί | να έχετε δρομολογηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν δρομολογηθεί | είχαν δρομολογηθεί | θα έχουν δρομολογηθεί | να έχουν δρομολογηθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι δρομολογημένος - είμαστε, είστε, είναι δρομολογημένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν δρομολογημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν δρομολογημένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι δρομολογημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι δρομολογημένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι δρομολογημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι δρομολογημένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ δρομολογώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας