δρομολογημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δρομολογημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου δρομολογώ
Μετοχή
επεξεργασίαδρομολογημένος, -η, -ο
- που έχει δρομολογηθεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία δρομολογημένος
|
δρομολογημένος, -η, -ο
|