↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεταδρομολόγηση οι μεταδρομολογήσεις
      γενική της μεταδρομολόγησης* των μεταδρομολογήσεων
    αιτιατική τη μεταδρομολόγηση τις μεταδρομολογήσεις
     κλητική μεταδρομολόγηση μεταδρομολογήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μεταδρομολογήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μεταδρομολόγηση (νεολογισμός) < μετα- + δρομολόγηση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μεταδρομολόγηση θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία