μεταδρομολόγηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μεταδρομολόγηση | οι | μεταδρομολογήσεις |
γενική | της | μεταδρομολόγησης* | των | μεταδρομολογήσεων |
αιτιατική | τη | μεταδρομολόγηση | τις | μεταδρομολογήσεις |
κλητική | μεταδρομολόγηση | μεταδρομολογήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, μεταδρομολογήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μεταδρομολόγηση (νεολογισμός) < μετα- + δρομολόγηση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμεταδρομολόγηση θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μεταδρομολόγηση
|
Πηγές
επεξεργασία- μεταδρομολόγηση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- μεταδρομολόγηση - Χριστοφίδου Αναστασία, (επιμ.), Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 9-10, έτος 2009. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr