αυτοκινητόδρομος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αυτοκινητόδρομος | οι | αυτοκινητόδρομοι |
γενική | του | αυτοκινητόδρομου & αυτοκινητοδρόμου |
των | αυτοκινητόδρομων & αυτοκινητοδρόμων |
αιτιατική | τον | αυτοκινητόδρομο | τους | αυτοκινητόδρομους & αυτοκινητοδρόμους |
κλητική | αυτοκινητόδρομε | αυτοκινητόδρομοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αυτοκινητόδρομος < αυτοκίνητ(ο) + -ό- + -δρομος, μεταφραστικό δάνειο από την ιταλική autostrada ή από τη γαλλική autoroute [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.fto.ci.niˈto.ðɾo.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αυ‐το‐κι‐νη‐τό‐δρο‐μος
Ουσιαστικό
επεξεργασίααυτοκινητόδρομος αρσενικό
- μεγάλος πλατύς δρόμος με πολλές λωρίδες, προορισμένος μόνο για την κυκλοφορία οχημάτων, συνήθως έξω από τις πόλεις
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις αυτοκίνητο και δρόμος
Μεταφράσεις
επεξεργασία αυτοκινητόδρομος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αυτοκινητόδρομος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας