Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αυτοκινητόδρομος οι αυτοκινητόδρομοι
      γενική του αυτοκινητόδρομου
αυτοκινητοδρόμου
των αυτοκινητόδρομων
αυτοκινητοδρόμων
    αιτιατική τον αυτοκινητόδρομο τους αυτοκινητόδρομους
αυτοκινητοδρόμους
     κλητική αυτοκινητόδρομε αυτοκινητόδρομοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αυτοκινητόδρομος < αυτοκίνητ(ο) + -ό- + -δρομος, μεταφραστικό δάνειο από την ιταλική autostrada ή από τη γαλλική autoroute [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.fto.ci.niˈto.ðɾo.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αυ‐το‐κι‐νη‐τό‐δρο‐μος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αυτοκινητόδρομος αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις αυτοκίνητο και δρόμος

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία