autostrada
Ιταλικά (it)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
autostrada (it)
Πολωνικά (pl)Επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | autostrada | autostrady |
γενική | autostrady | autostrad |
δοτική | autostradzie | autostradom |
αιτιατική | autostradę | autostrady |
οργανική | autostradą | autostradami |
τοπική | autostradzie | autostradach |
κλητική | autostrado | autostrady |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- autostrada < ιταλική autostrada
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
autostrada (pl) θηλυκό