↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυτοκινητοδρομία οι αυτοκινητοδρομίες
      γενική της αυτοκινητοδρομίας των αυτοκινητοδρομιών
    αιτιατική την αυτοκινητοδρομία τις αυτοκινητοδρομίες
     κλητική αυτοκινητοδρομία αυτοκινητοδρομίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αυτοκινητοδρομία < αυτοκίνητ(ο) + -ο- + -δρομία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.fto.ci.ni.to.ðɾoˈmi.a/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αυτοκινητοδρομία θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία