αυτοκινητοδρόμιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αυτοκινητοδρόμιο < αυτοκίνητο + -ο- + -δρόμιο (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική autodrome)
Ουσιαστικό επεξεργασία
αυτοκινητοδρόμιο ουδέτερο
- πίστα όπου διεξάγονται αγώνες ταχύτητας αυτοκινήτων ή οι σχετικές δοκιμές