Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
υδατοφράκτης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Συνώνυμα
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
υδατοφράκτ
ης
οι
υδατοφράκτ
ες
γενική
του
υδατοφράκτ
η
των
υδατοφρακτ
ών
αιτιατική
τον
υδατοφράκτ
η
τους
υδατοφράκτ
ες
κλητική
υδατοφράκτ
η
υδατοφράκτ
ες
Κατηγορία
όπως «
ναύτης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
υδατοφράκτης
<
υδατο-
+
φράκτης
Ουσιαστικό
επεξεργασία
υδατοφράκτης
αρσενικό
(
τεχνητό
)
φράγμα
σε
υδάτινο
ρεύμα
Άλλες μορφές
επεξεργασία
υδατοφράχτης
υδροφράκτης
υδροφράχτης
Συνώνυμα
επεξεργασία
(
λαϊκότροπο
)
αμπολή
(
λαϊκότροπο
)
νεροδεσιά
Μεταφράσεις
επεξεργασία
υδατοφράκτης
αγγλικά
:
weir
(en)
,
lock
(en)
,
sluice
(en)