αμπολή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αμπολή | οι | αμπολές |
γενική | της | αμπολής | των | αμπολών |
αιτιατική | την | αμπολή | τις | αμπολές |
κλητική | αμπολή | αμπολές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αμπολή < μεσαιωνική ελληνική ἐμπολή < ελληνιστική κοινή ἐμβολή
Ουσιαστικό επεξεργασία
αμπολή θηλυκό
- (λαϊκότροπο) φράγμα σε αυλάκια για πότισμα που δημιουργείται για να μπορέσει να ανέβει το νερό ψηλότερα
- (λαϊκότροπο) αυλάκι για πότισμα
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη βάλλω
Μεταφράσεις επεξεργασία
αμπολή
|