↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἐμπολή αἱ ἐμπολαί
      γενική τῆς ἐμπολῆς τῶν ἐμπολῶν
      δοτική τῇ ἐμπολ ταῖς ἐμπολαῖς
    αιτιατική τὴν ἐμπολήν τὰς ἐμπολᾱ́ς
     κλητική ! ἐμπολή ἐμπολαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐμπολᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  ἐμπολαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐμπολή < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἐμπολή, -ῆς θηλυκό

  1. εμπόρευμα, πραμάτεια
    ※  5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Κύκλωψ, στίχ. 254 (254-255)
    ἡμεῖς βορᾶς χρήιζοντες ἐμπολὴν λαβεῖν | σῶν ἆσσον ἄντρων ἤλθομεν νεὼς ἄπο.
    Εμείς είχαμε ανάγκη ν᾽ αγοράσουμε φαΐ, | κι έτσι απ᾽ το πλοίο ήρθαμε δω πέρα στη σπηλιά σου.
    Μετάφραση χ.χ.: Β. Λιαπή, Αθήνα: Κίχλη @greek‑language.gr
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ξενοφῶν, Ἑλληνικά, 5, 1.23
    ἐπὶ δὲ Σούνιον ἐλθὼν καὶ ὁλκάδας γεμούσας τὰς μέν τινας σίτου, τὰς δὲ καὶ ἐμπολῆς, ἔλαβε.
    Κατόπιν έφτασε στο Σούνιο, όπου αιχμαλώτισε μαούνες, άλλες γεμάτες στάρι κι άλλες μ᾽ εμπορεύματα.
    Μετάφραση (2012, 1η:1966): Ρόδης Ρούφος. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας @greek‑language.gr
  2. εμπόριο, εμπορική συναλλαγή, αγορά
  3. κέρδος από εμπόριο, από πώληση προϊόντων
    ※  4ος πκε αιώνας, επιγραφή, Στήλη ασβεστολιθική, που βρέθηκε στο ιερό του Ασκληπιού. @greek-language.gr
    ἰχθυοφό-
    ρος Ἀμφίμναστος· οὗτος ἰχθυοφορῶν εἰς Ἀρκαδίαν,
    εὐξάμενος τὰν
    [δεκάταν δωσεῖ]ν τῶι Ἀσκλ[απ]ιῶι τᾶς ἐμπολᾶς τῶν
    ἰχθύων, οὐκ ἐπ[ετ]έ-
    [λει ταύαν ὡ]ς ἔοικ᾽ εὐχάν·
    Ο Αμφίμναστος και τα ψάρια.
    Αυτός έφερνε ψάρια στην Αρκαδία
    και έταξε ότι
    θα προσφέρει στον Ασκληπιό το ένα δέκατο από την πώληση των
    ψαριών· δεν ετήρησε όμως
    την υπόσχεσή του, όπως έπρεπε·
    Έκδ. Παν. Καββαδίας, Αρχ. Εφ. 1918, 158 κε. IG IV2 1, 123.21-29. W. Peek, «Fünf Wundergeschichten aus dem Asklepieion von Epidauros», Abhandlungen der sächsischen Akademie der Wissenschaften zu Leipzig. Philologisch-historische Klasse 56.3 (1963) 1-8, στ. 21-29 (SEG 22, 280).
  4. κέρδος από μίσθωση πόρνης

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία