εφεκτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εφεκτικός < (ελληνιστική κοινή) ἐφεκτικός < ἐπέχω < ἔχω
Επίθετο επεξεργασία
εφεκτικός -ή -ό
- που είναι επιφυλακτικός για κάτι ή σε κάτι
- κράτησε εφεκτική στάση σ’ αυτό το θέμα
- που διαρκώς αναβάλλει να πει ή να κάνει κάτι
- αναποφάσιστος, διστακτικός
Συγγενικά επεξεργασία
- εφεκτικότητα
- → δείτε τη λέξη έχω