Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εφεκτικότητα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
εφεκτικότητ
α
οι
εφεκτικότητ
ες
γενική
της
εφεκτικότητ
ας
των
εφεκτικοτήτ
ων
αιτιατική
την
εφεκτικότητ
α
τις
εφεκτικότητ
ες
κλητική
εφεκτικότητ
α
εφεκτικότητ
ες
Κατηγορία
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
εφεκτικότητα
<
εφεκτικός
+
-ότητα
< (
ελληνιστική κοινή
)
ἐφεκτικός
<
ἐπέχω
<
ἔχω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
εφεκτικότητα
θηλυκό
επιφυλακτικότητα
,
διστακτικότητα
Αντώνυμα
επεξεργασία
αποφασιστικότητα
Συγγενικά
επεξεργασία
εφεκτικός
→
δείτε
τη λέξη
έχω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εφεκτικότητα
→
δείτε
τις λέξεις
επιφυλακτικότητα
και
διστακτικότητα