Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κρατημένος η κρατημένη το κρατημένο
      γενική του κρατημένου της κρατημένης του κρατημένου
    αιτιατική τον κρατημένο την κρατημένη το κρατημένο
     κλητική κρατημένε κρατημένη κρατημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κρατημένοι οι κρατημένες τα κρατημένα
      γενική των κρατημένων των κρατημένων των κρατημένων
    αιτιατική τους κρατημένους τις κρατημένες τα κρατημένα
     κλητική κρατημένοι κρατημένες κρατημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κρατημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κρατώ

  Μετοχή επεξεργασία

κρατημένος, -η, -ο

  1. που έχει κρατηθεί
  2. που προορίζεται σε κάποιον
    αυτή η θέση είναι κρατημένη

  Μεταφράσεις επεξεργασία