κρατημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κρατημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κρατώ
Μετοχή επεξεργασία
κρατημένος, -η, -ο
- που έχει κρατηθεί
- που προορίζεται σε κάποιον
- αυτή η θέση είναι κρατημένη
Μεταφράσεις επεξεργασία
κρατημένος
|