Ετυμολογία

επεξεργασία
κατασκονίζω < κατα- + σκονίζω

κατασκονίζω (παθητική φωνή: κατασκονίζομαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία