κατασκονίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίακατασκονίζω (παθητική φωνή: κατασκονίζομαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- κατασκονισμένος
- → δείτε τις λέξεις κατά, σκονίζω και σκόνη
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κατασκονίζω | κατασκόνιζα | θα κατασκονίζω | να κατασκονίζω | κατασκονίζοντας | |
β' ενικ. | κατασκονίζεις | κατασκόνιζες | θα κατασκονίζεις | να κατασκονίζεις | κατασκόνιζε | |
γ' ενικ. | κατασκονίζει | κατασκόνιζε | θα κατασκονίζει | να κατασκονίζει | ||
α' πληθ. | κατασκονίζουμε | κατασκονίζαμε | θα κατασκονίζουμε | να κατασκονίζουμε | ||
β' πληθ. | κατασκονίζετε | κατασκονίζατε | θα κατασκονίζετε | να κατασκονίζετε | κατασκονίζετε | |
γ' πληθ. | κατασκονίζουν(ε) | κατασκόνιζαν κατασκονίζαν(ε) |
θα κατασκονίζουν(ε) | να κατασκονίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κατασκόνισα | θα κατασκονίσω | να κατασκονίσω | κατασκονίσει | ||
β' ενικ. | κατασκόνισες | θα κατασκονίσεις | να κατασκονίσεις | κατασκόνισε | ||
γ' ενικ. | κατασκόνισε | θα κατασκονίσει | να κατασκονίσει | |||
α' πληθ. | κατασκονίσαμε | θα κατασκονίσουμε | να κατασκονίσουμε | |||
β' πληθ. | κατασκονίσατε | θα κατασκονίσετε | να κατασκονίσετε | κατασκονίστε | ||
γ' πληθ. | κατασκόνισαν κατασκονίσαν(ε) |
θα κατασκονίσουν(ε) | να κατασκονίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κατασκονίσει | είχα κατασκονίσει | θα έχω κατασκονίσει | να έχω κατασκονίσει | ||
β' ενικ. | έχεις κατασκονίσει | είχες κατασκονίσει | θα έχεις κατασκονίσει | να έχεις κατασκονίσει | ||
γ' ενικ. | έχει κατασκονίσει | είχε κατασκονίσει | θα έχει κατασκονίσει | να έχει κατασκονίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κατασκονίσει | είχαμε κατασκονίσει | θα έχουμε κατασκονίσει | να έχουμε κατασκονίσει | ||
β' πληθ. | έχετε κατασκονίσει | είχατε κατασκονίσει | θα έχετε κατασκονίσει | να έχετε κατασκονίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κατασκονίσει | είχαν κατασκονίσει | θα έχουν κατασκονίσει | να έχουν κατασκονίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία κατασκονίζω
|