↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασκόνιστος η ασκόνιστη το ασκόνιστο
      γενική του ασκόνιστου της ασκόνιστης του ασκόνιστου
    αιτιατική τον ασκόνιστο την ασκόνιστη το ασκόνιστο
     κλητική ασκόνιστε ασκόνιστη ασκόνιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασκόνιστοι οι ασκόνιστες τα ασκόνιστα
      γενική των ασκόνιστων των ασκόνιστων των ασκόνιστων
    αιτιατική τους ασκόνιστους τις ασκόνιστες τα ασκόνιστα
     κλητική ασκόνιστοι ασκόνιστες ασκόνιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ασκόνιστος < α- στερητ. + σκονίζω

  Επίθετο

επεξεργασία

ασκόνιστος

  • ο μη σκονισμένος
    σήμερα καθάρισα όλο το σπίτι και το κάθε σημείο είναι ασκόνιστο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία