Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αξεσκόνιστος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αξεσκόνιστ
ος
η
αξεσκόνιστ
η
το
αξεσκόνιστ
ο
γενική
του
αξεσκόνιστ
ου
της
αξεσκόνιστ
ης
του
αξεσκόνιστ
ου
αιτιατική
τον
αξεσκόνιστ
ο
την
αξεσκόνιστ
η
το
αξεσκόνιστ
ο
κλητική
αξεσκόνιστ
ε
αξεσκόνιστ
η
αξεσκόνιστ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αξεσκόνιστ
οι
οι
αξεσκόνιστ
ες
τα
αξεσκόνιστ
α
γενική
των
αξεσκόνιστ
ων
των
αξεσκόνιστ
ων
των
αξεσκόνιστ
ων
αιτιατική
τους
αξεσκόνιστ
ους
τις
αξεσκόνιστ
ες
τα
αξεσκόνιστ
α
κλητική
αξεσκόνιστ
οι
αξεσκόνιστ
ες
αξεσκόνιστ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αξεσκόνιστος
<
α-
+
ξεσκονίζω
+
-τος
Επίθετο
επεξεργασία
αξεσκόνιστος
που δεν έχει
ξεσκονιστεί
Αντώνυμα
επεξεργασία
ξεσκονισμένος
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
ξεσκονίζω
,
σκονίζω
και
σκόνη
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αξεσκόνιστος
αγγλικά
:
undusted
(en)