Δείτε επίσης: Κονίσαλος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κονίσαλος οἱ κονίσαλοι
      γενική τοῦ κονισάλου τῶν κονισάλων
      δοτική τῷ κονισάλ τοῖς κονισάλοις
    αιτιατική τὸν κονίσαλον τοὺς κονισάλους
     κλητική ! κονίσαλε κονίσαλοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κονισάλω
γεν-δοτ τοῖν  κονισάλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κονίσαλος < κόνις + σαλεύω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κονίσαλος, -ου αρσενικό

  1. σύννεφο σκόνης
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, στη Βικιθήκη
  2. (κατά τον Ησύχιο) είδος άσεμνου χορού
  3. σκόνη αναμιγμένη με το λάδι και τον ιδρώτα των παλαιστών
  4. (ως κύριο όνομα) → δείτε  Κονίσαλος

Συγγενικά

επεξεργασία