κονίσαλος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | κονίσαλος | οἱ | κονίσαλοι |
γενική | τοῦ | κονισάλου | τῶν | κονισάλων |
δοτική | τῷ | κονισάλῳ | τοῖς | κονισάλοις |
αιτιατική | τὸν | κονίσαλον | τοὺς | κονισάλους |
κλητική ὦ! | κονίσαλε | κονίσαλοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κονισάλω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κονισάλοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακονίσαλος, -ου αρσενικό
- σύννεφο σκόνης
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, στη Βικιθήκη
- 3 (Γ. Ὅρκοι. Τειχοσκοπία. Ἀλεξάνδρου καὶ Μενελάου μονομαχία.), στίχ. 13 (13-14)
- ὣς ἄρα τῶν ὑπὸ ποσσὶ κονίσαλος ὄρνυτ᾽ ἀελλὴς | ἐρχομένων· μάλα δ᾽ ὦκα διέπρησσον πεδίοιο.
- έτσι πυκνή σηκώνονταν απ᾽ την ποδοβολή τους | η σκόνη, καθώς έσχιζαν γοργά την πεδιάδα.
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- ὣς ἄρα τῶν ὑπὸ ποσσὶ κονίσαλος ὄρνυτ᾽ ἀελλὴς | ἐρχομένων· μάλα δ᾽ ὦκα διέπρησσον πεδίοιο.
- 22 (Χ. Ἕκτορος ἀναίρεσις.), στίχ. 401 (401-404)
- τοῦ δ᾽ ἦν ἑλκομένοιο κονίσαλος, ἀμφὶ δὲ χαῖται | κυάνεαι πίτναντο, κάρη δ᾽ ἅπαν ἐν κονίῃσι | κεῖτο πάρος χαρίεν· τότε δὲ Ζεὺς δυσμενέεσσι | δῶκεν ἀεικίσσασθαι ἑῇ ἐν πατρίδι γαίῃ.
- Σκόνην εσήκωνε ο νεκρός, και τα μαλλιά απλωμένα | στο χώμα και όλ᾽ η κεφαλή, χαριτωμένη πρώτα, | που τώρα ο Ζευς την έδωκεν εις των εχθρών τα χέρια | να την χαλάσουν άσχημα στην γην την πατρικήν του.
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- τοῦ δ᾽ ἦν ἑλκομένοιο κονίσαλος, ἀμφὶ δὲ χαῖται | κυάνεαι πίτναντο, κάρη δ᾽ ἅπαν ἐν κονίῃσι | κεῖτο πάρος χαρίεν· τότε δὲ Ζεὺς δυσμενέεσσι | δῶκεν ἀεικίσσασθαι ἑῇ ἐν πατρίδι γαίῃ.
- 3 (Γ. Ὅρκοι. Τειχοσκοπία. Ἀλεξάνδρου καὶ Μενελάου μονομαχία.), στίχ. 13 (13-14)
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, στη Βικιθήκη
- (κατά τον Ησύχιο) είδος άσεμνου χορού
- σκόνη αναμιγμένη με το λάδι και τον ιδρώτα των παλαιστών
- (ως κύριο όνομα) → δείτε Κονίσαλος
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- κονίσαλος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κονίσαλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.