Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κόνισμα τα κονίσματα
      γενική του κονίσματος των κονισμάτων
    αιτιατική το κόνισμα τα κονίσματα
     κλητική κόνισμα κονίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κόνισμα < εικόνισμα με αποβολή του αρχικού συμφώνου

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κόνισμα ουδέτερο

  • άλλη μορφή του εικόνισμα
    ※  Σέ μιάν κόχη του τοίχου ένα παλιό κόνισμα, μαυρισμένο άπό τους καπνούς, φορτωμένο άσημένια ταξίματα μπροστά του άναβε άκοίμητο ένα άσημένιο καντήλι (Νίκος Καζαντζάκης, Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά)

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

κόνισμα < κόνις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κόνισμα ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

  1. κονίστρα
  2. κόνιμα

  Πηγές επεξεργασία