Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κόνιος < κόνις

  Επίθετο επεξεργασία

κόνιος, -α, -ον

  1. γεμάτος σκόνη
  2. που προκαλεί σκόνη

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

κόνιος και αττικό κόνεως θηλυκό

  1. γενική ενικού του κόνις