κουρνιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κουρνιάζω < κούρνια + -άζω (δεν υπάρχει ετυμολογική σχέση με το ουσιαστικό κουρνιαχτός)
Ρήμα
επεξεργασίακουρνιάζω
- (για πουλιά) μαζεύομαι γύρω από τον εαυτό μου, σε κάποιο σημείο, για να κοιμηθώ
- ≈ συνώνυμα: κουκουβίζω, φωλιάζω
- το βράδυ, το αρσενικό κουρνιάζει σε ένα κλαρί, έξω από τη φωλιά του, ενώ το θηλυκό μένει μέσα και συνεχίζει να κλώθει τα αβγά
- αποτραβιέμαι κάπου ήσυχα (για να κοιμηθώ), απομονώνομαι (για να ησυχάσω)
- Σταλιά σταλιά κι αχόρταγα τα πίνω τα φιλιά σου, / κουρνιάζω σαν αδύνατο πουλί στην αγκαλιά σου. (Από τραγούδι του Γιώργου Ζαμπέτα σε στίχους Διονύση Τζεφρώνη)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κούρνια
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κουρνιάζω | κούρνιαζα | θα κουρνιάζω | να κουρνιάζω | κουρνιάζοντας | |
β' ενικ. | κουρνιάζεις | κούρνιαζες | θα κουρνιάζεις | να κουρνιάζεις | κούρνιαζε | |
γ' ενικ. | κουρνιάζει | κούρνιαζε | θα κουρνιάζει | να κουρνιάζει | ||
α' πληθ. | κουρνιάζουμε | κουρνιάζαμε | θα κουρνιάζουμε | να κουρνιάζουμε | ||
β' πληθ. | κουρνιάζετε | κουρνιάζατε | θα κουρνιάζετε | να κουρνιάζετε | κουρνιάζετε | |
γ' πληθ. | κουρνιάζουν(ε) | κούρνιαζαν κουρνιάζαν(ε) |
θα κουρνιάζουν(ε) | να κουρνιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κούρνιασα | θα κουρνιάσω | να κουρνιάσω | κουρνιάσει | ||
β' ενικ. | κούρνιασες | θα κουρνιάσεις | να κουρνιάσεις | κούρνιασε | ||
γ' ενικ. | κούρνιασε | θα κουρνιάσει | να κουρνιάσει | |||
α' πληθ. | κουρνιάσαμε | θα κουρνιάσουμε | να κουρνιάσουμε | |||
β' πληθ. | κουρνιάσατε | θα κουρνιάσετε | να κουρνιάσετε | κουρνιάστε | ||
γ' πληθ. | κούρνιασαν κουρνιάσαν(ε) |
θα κουρνιάσουν(ε) | να κουρνιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κουρνιάσει | είχα κουρνιάσει | θα έχω κουρνιάσει | να έχω κουρνιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις κουρνιάσει | είχες κουρνιάσει | θα έχεις κουρνιάσει | να έχεις κουρνιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει κουρνιάσει | είχε κουρνιάσει | θα έχει κουρνιάσει | να έχει κουρνιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κουρνιάσει | είχαμε κουρνιάσει | θα έχουμε κουρνιάσει | να έχουμε κουρνιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε κουρνιάσει | είχατε κουρνιάσει | θα έχετε κουρνιάσει | να έχετε κουρνιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κουρνιάσει | είχαν κουρνιάσει | θα έχουν κουρνιάσει | να έχουν κουρνιάσει |
|