μούσκεμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μούσκεμα < μουσκεύω + -μα < μεσαιωνική ελληνική μουσκεύω[1] / μοσκεύω[2] < ελληνιστική κοινή μοσχεύω < μόσχος (βλαστάρι) < αρχαία ελληνική μόσχος (μοσχάρι)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμούσκεμα ουδέτερο
- η τοποθέτηση ρούχων σε νερό ώστε να μουλιάσουν
- είναι απαραίτητο το μούσκεμα των ρούχων πριν το πλύσιμο στο χέρι
- άλλες μορφές: μούσκιο
- (οικείο) μεθυσμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαμούσκεμα
- που έχει βραχεί πολύ
- με αυτή τη ζέστη γίνεσαι μούσκεμα στον ιδρώτα
- δεν έβαλες καλά την πάνα και το μωρό είναι μούσκεμα
Εκφράσεις
επεξεργασία- τα κάνω μούσκεμα: λέγεται όταν κάποιος αποτυγχάνει ή δημιουργεί μπερδεμένες καταστάσεις (κυρίως λόγω κακών χειρισμών)
- πήγα να διορθώσω την κατάσταση αλλά τελικά τα έκανα μούσκεμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία- ↑ μουσκεύω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- ↑ μοσκεύω - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)