Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μοσχεύω < αρχαία ελληνική μοσχεύω < μόσχος + -εύω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /moˈsçe.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μο‐σχεύ‐ω

  Ρήμα επεξεργασία

μοσχεύω

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ζητούμενο λήμμα

  Πηγές επεξεργασία