μόσχευση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μόσχευση | οι | μοσχεύσεις |
γενική | της | μόσχευσης* | των | μοσχεύσεων |
αιτιατική | τη | μόσχευση | τις | μοσχεύσεις |
κλητική | μόσχευση | μοσχεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, μοσχεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μόσχευση < ελληνιστική κοινή μόσχευσις < αρχαία ελληνική μοσχεύω < μόσχος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμόσχευση θηλυκό
- (βοτανική) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του μοσχεύω, η χρήση μοσχεύματος για τον πολλαπλασιασμό φυτών
Μεταφράσεις
επεξεργασία μόσχευση
|