Δείτε επίσης: τα, κάνω, μούσκεμα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Έκφραση επεξεργασία

τα κάνω μούσκεμα (el)

  1. κάνω-προκαλώ μεγάλη ζημιά
  2. κάνω μεγάλο λάθος-σφάλμα
  3. έχω πολύ κακή επίδοση σε κάτι

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία