Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καταβρεγμένος η καταβρεγμένη το καταβρεγμένο
      γενική του καταβρεγμένου της καταβρεγμένης του καταβρεγμένου
    αιτιατική τον καταβρεγμένο την καταβρεγμένη το καταβρεγμένο
     κλητική καταβρεγμένε καταβρεγμένη καταβρεγμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καταβρεγμένοι οι καταβρεγμένες τα καταβρεγμένα
      γενική των καταβρεγμένων των καταβρεγμένων των καταβρεγμένων
    αιτιατική τους καταβρεγμένους τις καταβρεγμένες τα καταβρεγμένα
     κλητική καταβρεγμένοι καταβρεγμένες καταβρεγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

καταβρεγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου καταβρέχω / κατα- + βρεγμένος

  Μετοχή επεξεργασία

καταβρεγμένος, -η, -ο

  • ιδιαίτερα, πλήρως βρεγμένος

  Μεταφράσεις επεξεργασία