υγραίνομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υγραίνομαι, παθητική φωνή του ρήματος υγραίνω
Ρήμα επεξεργασία
υγραίνομαι, πρτ.: υγραινόμουν, στ.μέλλ.: θα υγρανθώ, αόρ.: υγράνθηκα
- γίνομαι επιφανειακά υγρός, καλύπτομαι με μια υγρή ουσία
- υγράνθηκαν τα μάτια του (δάκρυσε)
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
υγραίνομαι
|