πρωτοβρόχι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πρωτοβρόχι | τα | πρωτοβρόχια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | πρωτοβρόχι | τα | πρωτοβρόχια |
κλητική | πρωτοβρόχι | πρωτοβρόχια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πρωτοβρόχι ουδέτερο
- (συνήθως στον πληθυντικό: πρωτοβρόχια) η πρώτη βροχή μιας περιόδου βροχοπτώσεων (π.χ. από φθινόπωρο έως άνοιξη)