Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βρογχοπνευμονία οι βρογχοπνευμονίες
      γενική της βρογχοπνευμονίας των βρογχοπνευμονιών
    αιτιατική τη βρογχοπνευμονία τις βρογχοπνευμονίες
     κλητική βρογχοπνευμονία βρογχοπνευμονίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βρογχοπνευμονία < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική bronchopneumonia < αρχαία ελληνική βρόγχος + πνευμονία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βρογχοπνευμονία θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία