Δείτε επίσης: βρόχος, βράχος
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βρόγχος οι βρόγχοι
      γενική του βρόγχου των βρόγχων
    αιτιατική τον βρόγχο τους βρόγχους
     κλητική βρόγχε βρόγχοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

βρόγχος αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία