Δείτε επίσης: βρόχος, βράχος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βρόγχος οι βρόγχοι
      γενική του βρόγχου των βρόγχων
    αιτιατική τον βρόγχο τους βρόγχους
     κλητική βρόγχε βρόγχοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βρόγχος < αρχαία ελληνική βρόγχος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷro-nkh₃- < *gʷerh₃- (τρώω, καταβροχθίζω)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈvɾoŋ.xos/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βρόγχος αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία