βρόγχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | βρόγχος | οι | βρόγχοι |
γενική | του | βρόγχου | των | βρόγχων |
αιτιατική | τον | βρόγχο | τους | βρόγχους |
κλητική | βρόγχε | βρόγχοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βρόγχος < αρχαία ελληνική βρόγχος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷro-nkh₃- < *gʷerh₃- (τρώω, καταβροχθίζω)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαβρόγχος αρσενικό
- (ανατομία) σωλήνας του αναπνευστικού συστήματος, συνέχεια της τραχείας. Μέσα στους πνέυμονες οι δύο βρόγχοι υποδιαιρούνται συνεχώς σε πολλούς μικρότερους και στενότερους σωλήνες, τα βρογχίδια, σχηματίζοντας έτσι το βρογχικό δένδρο.
Συγγενικά
επεξεργασία- βρογχεκτασία
- βρογχιακός
- βρογχίδιο
- βρογχικά
- βρογχικός
- βρόγχιο
- βρογχιόλιο
- βρογχιολίτιδα
- βρογχισμός
- βρογχίτης
- βρογχίτιδα
- βρογχιτικός
- βρογχοδιασταλτικός
- βρογχοκατάρρους
- βρογχοκήλη
- βρογχοκηλικός
- βρογχόλιθος
- βρογχοπάθεια
- βρογχοπνευμονία
- βρογχοπνευμονικός
- βρογχορραγία
- βρογχοσκόπηση
- βρογχοσκοπία
- βρογχοσκόπιο
- βρογχόσπασμος
- βρογχοστένωση
- βρογχοτομία
- βρογχοφωνία
- τραχειοβρογχικός
- ρινοβρογχίτιδα
- τραχειοβρογχίτιδα
- τραχειοβρογχοσκόπηση