βρογχοτομία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βρογχοτομία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική bronchotomie < αρχαία ελληνική βρόγχος (< πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷro-nkh₃- < *gʷerh₃-: τρώω, καταβροχθίζω) + τέμνω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβρογχοτομία θηλυκό
- (ιατρική) η χειρουργική εκτομή των βρόγχων
Μεταφράσεις
επεξεργασία βρογχοτομία