εκτομή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εκτομή | οι | εκτομές |
γενική | της | εκτομής | των | εκτομών |
αιτιατική | την | εκτομή | τις | εκτομές |
κλητική | εκτομή | εκτομές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- εκτομή < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐκτομή (αρχαία σημασία: ευνουχισμός) [1] < ἐκ- (εκ-) + -τομή (τομή)
Ουσιαστικό επεξεργασία
εκτομή θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
εκτομή
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ εκτομή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)