εκτομή
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εκτομή | οι | εκτομές |
γενική | της | εκτομής | των | εκτομών |
αιτιατική | την | εκτομή | τις | εκτομές |
κλητική | εκτομή | εκτομές | ||
όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ελληνιστική λέξη < αρχαία ελληνική ἐκτομή
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
εκτομή θηλυκό
- αφαίρεση με τομή
- (αστρονομία): η διάβρωση που υφίσταται μετεωρίτης, λόγω τριβής, κατά τη διέλευσή του στη γήινη ατμόσφαιρα.
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
εκτομή