βρογχοκηλικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- βρογχοκηλικός < βρογχοκήλη + -ικός
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /vɾoŋ.xo.ci.liˈkos/
Επίθετο
επεξεργασία
βρογχοκηλικός
- (ιατρική) που έχει σχέση με την βρογχοκήλη ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις βρογχοκήλη, βρόγχος και κήλη