↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τραχειοβρογχικός η τραχειοβρογχική το τραχειοβρογχικό
      γενική του τραχειοβρογχικού της τραχειοβρογχικής του τραχειοβρογχικού
    αιτιατική τον τραχειοβρογχικό την τραχειοβρογχική το τραχειοβρογχικό
     κλητική τραχειοβρογχικέ τραχειοβρογχική τραχειοβρογχικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τραχειοβρογχικοί οι τραχειοβρογχικές τα τραχειοβρογχικά
      γενική των τραχειοβρογχικών των τραχειοβρογχικών των τραχειοβρογχικών
    αιτιατική τους τραχειοβρογχικούς τις τραχειοβρογχικές τα τραχειοβρογχικά
     κλητική τραχειοβρογχικοί τραχειοβρογχικές τραχειοβρογχικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τραχειοβρογχικός < τραχεί(α) + -ο- + βρογχικός, (λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική tracheobronchique)[1]

  Επίθετο

επεξεργασία

τραχειοβρογχικός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)