↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βρογχικός η βρογχική το βρογχικό
      γενική του βρογχικού της βρογχικής του βρογχικού
    αιτιατική τον βρογχικό τη βρογχική το βρογχικό
     κλητική βρογχικέ βρογχική βρογχικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βρογχικοί οι βρογχικές τα βρογχικά
      γενική των βρογχικών των βρογχικών των βρογχικών
    αιτιατική τους βρογχικούς τις βρογχικές τα βρογχικά
     κλητική βρογχικοί βρογχικές βρογχικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βρογχικός < βρόγχος + -ικός < (μεταφραστικό δάνειο) νεολατινική bronchialis < αρχαία ελληνική βρογχία / βρόγχια < βρόγχος

  Επίθετο

επεξεργασία

βρογχικός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με τους βρόγχους, ανήκει σ’ αυτούς ή αναφέρεται σ’ αυτούς.
  2. (ουσιαστικοποιημένο) βρογχικά

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία