βρογχικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | βρογχικά | ||
γενική | των | βρογχικών | ||
αιτιατική | τα | βρογχικά | ||
κλητική | βρογχικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- βρογχικά < ουδέτερο πληθ. του επιθέτου βρογχικός ως ουσ.
Ουσιαστικό επεξεργασία
βρογχικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη βρόγχος
Μεταφράσεις επεξεργασία
βρογχικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
βρογχικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του βρογχικό